Μπέης, Δημήτριος

Μπέης, Δημήτριος
(Έδεσσα 1928 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος Αθηνών για αρκετά χρόνια ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1954 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Ζωγράφου και το 1964 δήμαρχος του ίδιου Δήμου. Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 επανεξελέγη Δήμαρχος Ζωγράφου (1975), όπου επιτέλεσε σημαντικό έργο. Στις δημοτικές εκλογές των ετών 1978 και 1982 εξελέγη Δήμαρχος Αθηναίων. Κατά το χρονικό διάστημα 1979–1986 διατέλεσε πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ). Στις βουλευτικές εκλογές των ετών 1989, 1990 και 1993 εξελέγη βουλευτής Α’ Περιφέρειας Αθηνών με το ΠΑΣΟΚ. Από το 1998 είναι δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων, επικεφαλής ανεξάρτητης ομάδας. Ο δικηγόρος και πολιτικός Δημήτριος Μπέης (φωτ. από έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Καλαμίδας, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από τη Μιτζέλα της Θεσσαλίας. Ήταν πρόκριτος και πλούσιος γαιοκτήμονας. Στις αρχές του 19ου αι. είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Αλή πασά, τα τσιφλίκια του οποίου επιτρόπευε στην ανατολική Θεσσαλία. Λόγω της θέσης του, το 1807 …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοράκης — Επώνυμο οικογένειας αρχόντων της Μάνης. 1. Αντώνιος ή Αντώνμπεης (Μάνη 1757 – Μιστράς 1821). Διορίστηκε μπέης της Μάνης (1803 10) και κατόρθωσε να επιβάλει την τάξη, σε συνεργασία με την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων και άλλων ισχυρών οικογενειών …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… …   Dictionary of Greek

  • Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”